- φρατέλος
- ο, Νειρων. Ιταλός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. fratello «αδελφός, αδελφάκι»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φρατέλος — ο (λ. ιταλ.), ονομασία που δόθηκε από τους Έλληνες στους Ιταλούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)